- ὑπερδίδωμι
- ὑπερδίδωμι,A give instead,
προπάντων μίαν ὑπερδοῦναι θανεῖν E.Fr. 360.18
(perh. ὕπερ δοῦναι) ; πλοῦτον ὑπερδώῃσι is dub. l. in Antioch. Astr. in Cat.Cod.Astr.1.112.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προπάντων μίαν ὑπερδοῦναι θανεῖν E.Fr. 360.18
(perh. ὕπερ δοῦναι) ; πλοῦτον ὑπερδώῃσι is dub. l. in Antioch. Astr. in Cat.Cod.Astr.1.112.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερδίδωμι — Α [δίδωμι] παραχωρώ κάποιον για να σώσω έναν άλλο («πρὸ πάντων μίαν ὑπερδοῡναι θανεῑν», Ευρ.) … Dictionary of Greek
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek